φτερνιστήρα

φτερνιστήρα
ἡ, Μ
βλ. πτερνιστήρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτερνιστήρα — και φτερνιστήρα, ἡ, Μ ο πτερνιστήρας, το σπιρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πτερνιστήρ με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πτερνιστήρας — ο / πτερνιστήρ, ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφτερνιστηράτος — η, ον, Μ αυτός που έχει χρυσούς πτερνιστήρες, χρυσά σπιρούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φτερνιστήρα «σπιρούνι» + κατάλ. άτος (πρβλ. κονταρ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φτερνιστήρι — φτερνιστήρι, το και φτερνιστήρα, η σπιρούνι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”